-
1 διαβατήριο
[дьяватирио] ουσ. о. паспорт.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαβατήριο
-
2 заграничный
-
3 паспорт
-
4 паспорт
-а, πλθ. -а α.1. δελτίο ταυτότητας, ταυτότητα•предъявить паспорт δείχνω την ταυτότητα•
щюписоть паспорт в милиции θεωρώ την ταυτότητα στην αστυνομία.
|| διαβατήριο•заграничный паспорт διαβατήριο, πασαπόρτι.
|| άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας, πασαβάντι.2. το πιστοποιητικό εμπορεύματος. || έγγραφο λεπτομερές. -
5 визировать
I.(совмещать визирную линию с движущимся объектом) σκοπεύω.II.(документ, паспорт) θεωρώ (το έγγραφο, το διαβατήριο), βάζω τη θεώρηση/βίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визировать
-
6 паспорт
1. (документ, удостоверяющий личность владельца и его гражданство) το διαβατήριο 2. (регистрационное свидетельство) η προδιαγραφή, η περιγραφή, το πιστοποιητικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паспорт
-
7 беспаспортный
беспаспортныйприл χωρίς διαβατήριο[ν], χωρίς ταυτότητα. -
8 бессрочный
бессрочныйприл ἀπρόθεσμος, ἀπεριόριστος, ἐπ; ἀόριστον/ διαρκής, μόνιμος (постоянный):\бессрочный отпуск ἡ ἀδεια ἐπ' ἀόριστον \бессрочный паспорт τό διαρκές διαβατήριο. -
9 виза
ви́з||аж1. (въездная) ἡ βίζα, ἡ θεώρηση διαβατηρίου:\виза на въезд ἡ βίζα ἐἰσόδου·2. (на документе) ἡ θεώρηση [-ις] ἐγγραφου:поставить \визау θεωρώ (διαβατήριο). -
10 заграничный
заграни́||чныйприл ἐξωτερικός, τοῦ ἐξωτερικού, ἀλλοδαπός, ξενικός:\заграничныйчный паспорт τό διαβατήριο. -
11 отказать
отказатьсов, отказывать несов1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:\отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·2. (о механизме и т. п.) σταματώ·3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία). -
12 отсрочивать
отсрочиватьнесов, отсрочить соз. ἀναβάλλω/ παρατείνω (продлевать срок):\отсрочивать платеж ἀναβάλλω τήν πληρωμή· \отсрочивать паспорт παρατείνω τό διαβατήριο. -
13 паспорт
паспортм τό δελτίο ταυτότητος, τό διαβατήριο[ν], τό πασσαπόρτι. -
14 беспаспортный
[μπισπάσπαρτνυϊ] εκ. χωρίς διαβατήριο -
15 визировать
[βιζίμαβατ*] ρ. θεωρώ (διαβατήριο) -
16 беспаспортный
[μπισπάσπαρτνυϊ] επ χωρίς διαβατήριο -
17 визировать
[βιζίμαβατ'] ρ θεωρώ (διαβατήριο) -
18 наложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.2. καλύπτω, σκεπάζω.3. γεμίζω, πληρώ.4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•арест на имущество κατάσχω την περιουσία•
-запрт απαγορεύω•
наложить налог φορολογώ•
наложить штраф προστιμάρω•
наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•
наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.
|| γράφω• θεωρώ•наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•
наложить визу θεωρώ διαβατήριο,
5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.εκφρ.наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•- печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•наложить на себя руки – αυτοκτονώ. -
19 пропускной
επ.της διέλευσης, της διόδου•пропускной билет εισιτήριο ελεύθερης εισόδου•
пропускной вид διαβατήριο ατελές.
|| απορροφητικός• του στυπώματος• διαποτιζόμενος•-ая бумага το στυπόχαρτο.
См. также в других словарях:
διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… … Dictionary of Greek
διαβατήριο — το ειδικό βιβλιάριο, πιστοποιητικό ταυτότητας, που μας το χορηγεί το κράτος για να μπορούμε να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό: Δε χρειάζεται κανείς διαβατήριο, για να ταξιδέψει στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Паспорт гражданина Греции — Обложка современного биометрического паспорта гражданина Греции Паспорт гражданина Греции выдаётся исключительно для международных поездок. С 26 августа 2006 года введены биометрические паспорта (стар … Википедия
Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece … Wikipedia
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
Διαβατήρια — τα βλ. διαβατήριο … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… … Dictionary of Greek
θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… … Dictionary of Greek
λαθρεπιβάτης — ο, θηλ. λαθρεπιβάτις και λαθρεπιβάτισσα αυτός που επιβιβάζεται σε οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς λαθραία, δηλ. χωρίς να καταβάλει εισιτήριο και, προκειμένου για ταξίδι στο εξωτερικό, χωρίς να επιδείξει προς έλεγχο το διαβατήριο ή τα… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek